παρακιναιδος

παρακιναιδος
    παρακίναιδος
    παρα-κίναιδος
    ὅ Diog.L. = κίναιδος См. κιναιδος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παρακιναιδος" в других словарях:

  • παρακίναιδος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακίναιδος — ὁ, Α (με επιτιμ. σημ.) ο κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κίναιδος «αισχρός, κακοήθης»] …   Dictionary of Greek

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»